ὑπερμέση

ὑπερμέση
ὑπερμέση (sc. χορδή), ,
A = λίχανος, Nicom.Harm.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερμέση — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερμέση — ἡ, Μ (ενν. χορδή) η λίχανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μέση «η μεσαία χορδή τής τρίχορδης ή επτάχορδης λύρας»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερμέσην — ὑπερμέση fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”